- αλωπεκίς
- Κάλυμμα της κεφαλής κατασκευασμένο από δέρμα αλεπούς (αλώπηξ). Το χρησιμοποιούν συνήθως σε περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχει βαρύς χειμώνας (Θράκη, Ήπειρος). Το κάλυμμα έχει το σχήμα καπέλου, αλλά σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται και ως μαντήλι με το οποίο καλύπτεται ολόκληρο το κεφάλι και το πρόσωπο.
* * *ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)2. κάλυμμα τού κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα τής ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.